- δολοπλόκος, -α
- δολοπλόκος, -α και -ος, -ο αυτός που ενεργεί δολοπλοκία, ο μηχανορράφος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
δολοπλόκος — weaving wiles masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολοπλόκος — α, ο (AM δολοπλόκος, ον) αυτός που πλέκει δόλους, που εξυφαίνει πανούργα σχέδια … Dictionary of Greek
δολοπλόκον — δολοπλόκος weaving wiles masc/fem acc sg δολοπλόκος weaving wiles neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολοπλόκα — δολοπλόκος weaving wiles neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολοπλόκε — δολοπλόκος weaving wiles masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολοπλόκου — δολοπλόκος weaving wiles masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολοπλόκους — δολοπλόκος weaving wiles masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δολοπλόκων — δολοπλόκος weaving wiles masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγκυλόβουλος — ἀγκυλόβουλος, ον (Μ) δολοπλόκος, πανούργος (πρβλ. αγκυλομήτης). [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγκύλος + βουλος < βουλή] … Dictionary of Greek
αδικομήχανος — ἀδικομήχανος, ον (Α) αυτός που σχεδιάζει μηχανορραφίες, ο δολοπλόκος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀδικο * + μηχανή (= τέχνασμα, πανουργία, δόλος)] … Dictionary of Greek